„υπεραλιεύω“: μεταβατικό ρήμα υπεραλιεύω [iperalieˈvo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überfischen überfischen υπεραλιεύω υπεραλιεύω