„υπεραλίευση“: θηλυκό υπεραλίευση [iperaˈliefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überfischung Überfischungθηλυκό | Femininum, weiblich f υπεραλίευση υπεραλίευση