„υπεραγχώδης“ υπεραγχώδης [iperaŋˈxoðis], υπεραγχώδης, υπεραγχώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überängstlich überängstlich υπεραγχώδης υπεραγχώδης