υπεραγορά
[iperaɣoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (sehr großer) Supermarktαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπεραγοράGroßmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπεραγοράυπεραγορά