υπερέκθεση
[ipeˈrekθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überbelichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπερέκθεση φωτογραφία | Fotografieφωτουπερέκθεση φωτογραφία | Fotografieφωτο