„υπεράνω“: επίρρημα υπεράνω [ipeˈrano]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erhaben erhaben (+γενική | +Genitiv+gen über+αιτιατική | +Akkusativ +akk) υπεράνω υπεράνω