υπεράνθρωπος
[ipeˈranθropos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, υπεράνθρωπη, υπεράνθρωποOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- übermenschlichυπεράνθρωποςυπεράνθρωπος
υπεράνθρωπος
[ipeˈranθropos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)