υπεξαίρεση
[ipeˈkseresi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unterschlagungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπεξαίρεσηVeruntreuungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπεξαίρεσηυπεξαίρεση