„υπενοικιάζω“: μεταβατικό ρήμα υπενοικιάζω [ipenikjiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) untervermieten untervermieten υπενοικιάζω υπενοικιάζω