υπενθύμιση
[ipenˈθimisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erinnerungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπενθύμισηυπενθύμιση
- Mahnungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπενθύμιση οικονομία | WirtschaftοικονMahnbriefαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπενθύμιση οικονομία | Wirtschaftοικονυπενθύμιση οικονομία | Wirtschaftοικον