„υπεκφυγή“: θηλυκό υπεκφυγή [ipekfiˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ausrede, Ausflucht Ausredeθηλυκό | Femininum, weiblich f υπεκφυγή Ausfluchtθηλυκό | Femininum, weiblich f υπεκφυγή υπεκφυγή