„υπαρκτός“ υπαρκτός [iparkˈtos], υπαρκτή, υπαρκτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) existent, existierend, vorhanden existent, existierend, vorhanden υπαρκτός υπαρκτός