„υπακούω“: αμετάβατο ρήμα υπακούω [ipaˈkuo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ούς; -σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gehorchen, folgen gehorchen (σε κ-ν/κ-ι j-m/etw+δοτική | +Dativ +dat) υπακούω folgen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk j-m/etw+δοτική | +Dativ +dat) υπακούω υπακούω