„υπαγορεύω“: μεταβατικό ρήμα υπαγορεύω [ipaɣoˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -τηκα; -μένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) diktieren, gebieten diktieren υπαγορεύω υποδεικνύω υπαγορεύω υποδεικνύω gebieten υπαγορεύω κυριαρχώ υπαγορεύω κυριαρχώ