υπέδαφος
[iˈpeðafos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Untergrundαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπέδαφος γεωλογία | Geologieγεωλυπέδαφος γεωλογία | Geologieγεωλ
Thank you for your feedback!