„υμνολόγιο“: ουδέτερο υμνολόγιο [imnoˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gesangbuch Gesangbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n υμνολόγιο υμνολόγιο