„υδρόθειο“: ουδέτερο υδρόθειο [iˈdroθio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwefelwasserstoff Schwefelwasserstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m υδρόθειο υδρόθειο