„υδροφράκτης“: αρσενικό υδροφράκτης [iðroˈfraktis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schleuse Schleuseθηλυκό | Femininum, weiblich f υδροφράκτης υδροφράκτης