„υδροσωλήνας“: αρσενικό υδροσωλήνας [iðrosoˈlinas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wasserrohr Wasserrohrουδέτερο | Neutrum, sächlich n υδροσωλήνας υδροσωλήνας