„υδράργυρος“: αρσενικό υδράργυρος [iˈðrarjiros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Quecksilber Quecksilberουδέτερο | Neutrum, sächlich n υδράργυρος υδράργυρος