„υδατοστεγής“ υδατοστεγής [iðatosteˈjis], υδατοστεγής, υδατοστεγέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wasserdicht wasserdicht υδατοστεγής υδατοστεγής