„υγροποιούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα υγροποιούμαι [iɣropiˈume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verflüssigen sich verflüssigen υγροποιούμαι υγροποιούμαι