„υγραντήρας“: αρσενικό υγραντήρας [iɣranˈdiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Luftbefeuchter Luftbefeuchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m υγραντήρας υγραντήρας