„υγιεινότητα“: θηλυκό υγιεινότητα [ijiiˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verträglichkeit Verträglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f υγιεινότητα υγιεινότητα