„υβρεολόγιο“: ουδέτερο υβρεολόγιο [ivreoˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schimpferei Schimpfereiθηλυκό | Femininum, weiblich f υβρεολόγιο υβρεολόγιο