„υαλοπωλείο“: ουδέτερο υαλοπωλείο [ialopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glaswarenhandlung Glaswarenhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f υαλοπωλείο υαλοπωλείο