υαλοποιία
[ialopiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Glaswarenindustrieθηλυκό | Femininum, weiblich fυαλοποιίαυαλοποιία
- Glasbläsereiθηλυκό | Femininum, weiblich fυαλοποιία εταιρείαυαλοποιία εταιρεία