„υαλοκόπτης“: αρσενικό υαλοκόπτης [ialoˈkoptis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glasschneider Glasschneiderουδέτερο | Neutrum, sächlich n υαλοκόπτης υαλοκόπτης