„υαλοβάμβακας“: αρσενικό υαλοβάμβακας [ialoˈvamvakas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glaswolle Glaswolleθηλυκό | Femininum, weiblich f υαλοβάμβακας υαλοβάμβακας