„τυχοδιώκτης“: αρσενικό τυχοδιώκτης [tixoðiˈoktis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abenteurer Abenteurerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τυχοδιώκτης τυχοδιώκτης