„τυρόπηγμα“: ουδέτερο τυρόπηγμα [tiˈropiɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Speisequark Speisequarkαρσενικό | Maskulinum, männlich m τυρόπηγμα τυρόπηγμα