„τυρόγαλο“: ουδέτερο τυρόγαλο [tiˈroɣalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Molke Molkeθηλυκό | Femininum, weiblich f τυρόγαλο τυρόγαλο