„τυρφόχωμα“: ουδέτερο τυρφόχωμα [tirˈfoxoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Torfboden Torfbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich m τυρφόχωμα τυρφόχωμα