τυποποίηση
[tipoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Standardisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fτυποποίησηNormungθηλυκό | Femininum, weiblich fτυποποίησητυποποίηση