„τυμπανισμός“: αρσενικό τυμπανισμός [timbanizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Getrommel, Trommeln Getrommelουδέτερο | Neutrum, sächlich n τυμπανισμός Trommelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n τυμπανισμός τυμπανισμός