„τσύριγμα“: ουδέτερο τσύριγμα [ˈtsiriɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kreischen Kreischenουδέτερο | Neutrum, sächlich n τσύριγμα τσύριγμα