„τσούζω“: αμετάβατο ρήμα τσούζω [ˈtsuzo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) brennen brennen τσούζω πληγή, μάτια τσούζω πληγή, μάτια „τσούζω“: μεταβατικό ρήμα τσούζω [ˈtsuzo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wehtun, verletzen wehtun, verletzen τσούζω πληγώνω, θίγω οικείο | umgangssprachlichοικ τσούζω πληγώνω, θίγω οικείο | umgangssprachlichοικ examples το ή τα τσούζω οικείο | umgangssprachlichοικ sich betrinken, saufen το ή τα τσούζω οικείο | umgangssprachlichοικ