„τσουρουφλίζω“: μεταβατικό ρήμα τσουρουφλίζω [tsuruˈflizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ansengen ansengen τσουρουφλίζω τσουρουφλίζω