„τσιριχτός“ τσιριχτός [tsirixˈtos], τσιριχτή, τσιριχτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schnarrend schnarrend τσιριχτός φωνή τσιριχτός φωνή