„τσιράκι“: ουδέτερο τσιράκι [tsiˈrakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Laufbursche Laufburscheαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσιράκι τσιράκι