„τσιμπούρι“: ουδέτερο τσιμπούρι [tsimˈburi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zecke Zeckeθηλυκό | Femininum, weiblich f τσιμπούρι τσιμπούρι