„τσιγκούνης“ τσιγκούνης [tsiŋˈgunis], τσιγκούνα, τσιγκούνικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) knickerig knickerig τσιγκούνης τσιγκούνης