„τσιγγουνιά“: θηλυκό τσιγγουνιά [tsiŋguˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geiz Geizαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσιγγουνιά τσιγγουνιά