„τσιγγουνεύομαι“: αποθετικό ρήμα τσιγγουνεύομαι [tsiŋguˈnevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) knausern knausern τσιγγουνεύομαι τσιγγουνεύομαι