„τσιγαριλίκι“: ουδέτερο τσιγαριλίκι [tsiɣariˈlikji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Joint Jointαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσιγαριλίκι τσιγαριλίκι