τσεχικός
[tseçiˈkos], τσεχική, τσεχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- tschechischτσεχικόςτσεχικός
examples
- η Τσεχική Δημοκρατίαθηλυκό | Femininum, weiblich fdie Tschechische Republikθηλυκό | Femininum, weiblich f