„Τσεχικά“: πληθυντικός ουδετέρου Τσεχικά [tseçiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tschechisch Tschechischουδέτερο | Neutrum, sächlich n Τσεχικά Τσεχικά