„τσεκούρι“: ουδέτερο τσεκούρι [tseˈkuri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Axt, Beil Axtθηλυκό | Femininum, weiblich f τσεκούρι Beilουδέτερο | Neutrum, sächlich n τσεκούρι τσεκούρι