„τσαρλατάνος“: αρσενικό τσαρλατάνος [tsarlaˈtanos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Scharlatan Scharlatanαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσαρλατάνος τσαρλατάνος