τσαπατσούλικος
[tsapaˈtsulikos], τσαπατσούλικη, τσαπατσούλικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- liederlichτσαπατσούλικος δουλειάτσαπατσούλικος δουλειά
Thank you for your feedback!